- ἀποφύγω
- ἀποφεύγωflee fromaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
υποστρέφω — ὑποστρέφω, ΝΜΑ [στρέφω] 1. στρέφω προς τα πίσω, πισωγυρίζω 2. (για νόσο) υποτροπιάζω νεοελλ. ναυτ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου στρέφοντας την πρύμνη προς τον άνεμο αρχ. 1. επαναφέρω 2. δίνω πίσω, επιστρέφω 3. (σχετικά με τόνο) αποβάλλω 4.… … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
εκπεριπορεύομαι — ἐκπεριπορεύομαι (Α) 1. περιφέρομαι, βαδίζω κυκλικά 2. (για όρια) περιβάλλω κάνοντας ελιγμούς για να αποφύγω τα εμπόδια … Dictionary of Greek
εξευλαβούμαι — ἐξευλαβοῡμαι, έομαι (Α) [ευλαβούμαι] παίρνω μεγάλες προφυλάξεις για να αποφύγω ένα κακό («ἐξευλαβοῡνται μὴ φίλοις τεύχειν ἔριν», Ευρ.) … Dictionary of Greek
επιφθύζω — ἐπιφθύζω (Α) φτύνω για να αποφύγω μαγική επίδραση («καὶ λέγ’ ἐπιφθύζοισα τὰ Δέλφιδος ὀστία μάσσω », Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *φθύζω, παράλλ. τ. τού πτύω βλ. λ., που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο ρήμα] … Dictionary of Greek
καταφεύγω — (AM καταφεύγω) πηγαίνω σε κάποιο μέρος ζητώντας ασφάλεια, προστασία, έρχομαι κάπου για να αποφύγω κάποιον κίνδυνο ή συμφορά, έχω ή ζητώ να βρω καταφύγιο νεοελλ. προσφεύγω σε κάτι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο, μεταχειρίζομαι όλα τα μέσα αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
μελλονικιώ — μελλονικιῶ, άω (Α) (κωμικό λογοπαίγνιο για τον Νικία) αναβάλλω ή προσπαθώ να αποφύγω τη νίκη ως επικεφαλής τής εκστρατείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + Νικίας] … Dictionary of Greek
ξεφεύγω — 1. κατορθώνω να διαφύγω από κάποιον που μέ καταδιώκει ή να αποφύγω κάτι που μέ βασανίζει, γλυτώνω από κάποιον ή από κάτι 2. περνώ απαρατήρητος, δεν επισημαίνομαι («ξέφυγε ένα σοβαρό λάθος στο κείμενο») 3. αλλάζω θέμα συζήτησης με επιτήδειο τρόπο … Dictionary of Greek